δωρεάν μεταφορικά με αγορές καθαρής αξίας άνω των 25€

Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά
  • 19,50€ (-10%)
  • 17,55€

Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά

Σπαράγματα αλληλογραφίας (1960-1966)

περίληψη βιβλίου

Σε επιστολή του στη Μέλπω Αξιώτη στις 17 Απριλίου 1961, ο Ρίτσος, όταν μόλις την προηγούμενη χρονιά έχει αποκατασταθεί ένας επιστολικός διάλογος μεταξύ τους, γράφει: "Πότε πια θα 'ρθεις, να τα πούμε όπως άλλοτε, ώρες κι ώρες - όχι πια τούτο το άχαρο, παγερό χαρτί, που μας στράγγιξε όλη μας τη ζωή και κάποτε μας βλέπει και το βλέπουμε εχθρικά - αυτό το χαρτί το καταραμένο κι ευλογημένο, ο καη­μός μας κι η μεγάλη παρηγόρια μας, η μοναξιά μας κι η συντροφιά μας. Εδώ φτά­νουμε τ' άστρα, κι εσύ δε θα φτάσεις στην πατρίδα;". Σ' αυτή την επώδυνη και γεμά­τη λαχτάρα ερώτηση-έκκληση οφείλεται ο τίτλος της παρούσας έκδοσης με τα επι­στολικά τεκμήρια ανάμεσα στον Γιάννη Ρίτσο και στη Μέλπω Αξιώτη, η οποία βρίσκεται σε αναγκαστική υπερορία από τις 22 Μαρτίου 1947.

Οι αντηχήσεις του λόγου της Αξιώτη στις επιστολές του Ρίτσου είναι ισχυρές, και η μορφή της αναπαρίσταται ζωηρά, ειδικά μετά την επίσκεψη του ποιητή στο Ανατολικό Βερολίνο και την ποθητή συνάντησή τους στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1962· έτσι, μέσα από τις ρωγμές του απαντητικού λόγου του Ρίτσου, μπορεί κανείς όχι μόνο να αφουγκραστεί τις πνιχτές κραυγές αγωνίας της σιωπηλής εξόριστης Μέλπως, για να βγει επι­τέλους από το μαύρο πηγάδι της απουσίας, αλλά και να αντιληφθεί τις εμμονές, τις αγκυλώσεις και τις δυσκολίες της όταν χρειάζεται να ξανοιχτεί και να μιλήσει.

Η Αξιώτη μοιάζει ωσεί παρούσα να στοιχειώνει τις σελίδες του παρηγορητικού, δυναμικού και ολόψυχα δοσμένου στην υπόθεσή της Ρίτσου. Ζει με αναμνήσεις, αντινομίες και κλυδωνισμούς, γράφει, σιωπά και αυτολογοκρίνεται, έχοντας στο μεταξύ βιώσει τις ιδιοτυπίες μιας σκληρής σχέσης ανάμεσα στην πολιτική κομμουνιστική εξουσία με τη λογοτεχνία, την κριτική και την τέχνη γενικότερα.

Ο Ρίτσος έγραφε στην Αξιώτη στις 7.1.1964: "Ο χρόνος θα μιλήσει όταν εμείς δε θα 'χουμε πια μερτικό στο χρόνο. Κι αυτή είναι η μεγάλη αδικία: ο μόνος δίκαιος κριτής του έργου μας, ο χρόνος, ν' αφανίζει εμάς τους ίδιους". Όμως η προσδοκία μαζί με τη βαθιά επιθυμία για διάσχιση του χρόνου εδραιώνει και στους δύο την πεποίθηση ότι εξακολουθείς να είσαι ζωντανός όσο οι άλλοι μιλούν για σένα και ότι αυτό κατορθώνεται μόνο χάρη στο έργο που αφήνεις πίσω γιατί, κατά την Αξιώτη, "ο άνθρωπος είναι μικρός, μεγάλα είναι μόνο τα έργα του", και γι' αυτόν το λόγο "όταν θα είμαι νεκρή, θα μιλούν ίσως για μένα". Πώς θα μπορούσε ο Ρίτσος να μην προσυπογράφει το παραπάνω, από τη στιγμή που απαθανάτισε σε τέχνη τη θνητότητα της ζωής.

+προσθήκη στην βιβλιοθήκη

πληροφοριες

ημερομηνία έκδοσης03 Μαρτίου 2016
αριθμός σελίδων360
διαστάσεις14 x 21
εξώφυλλοάδετο
ISBN978-960-505-180-8

συγγραφεις

Ρίτσος Γιάννης

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε το 1909 στη Μονεμβασιά, το τελευταίο παιδί μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων. Η πρώτη παιδική ηλικία ήταν και η μόνη ευτυχισμένη περίοδος της οικογενειακής ζωής του. Σύντομα η οικογένεια επρόκειτο να καταστραφεί οικονομικά. Μαζί με την ανέχεια ήρθαν μεγαλύτερες δοκιμασίες. Ο θάνατος του αδελφού του Μίμη, δόκιμου αξιωματικού του Ναυτικού, από φυματίωση το 1921 και, μερικούς μήνες αργότερα, ο θάνατος της μητέρας από την ίδια αρρώστια. Ο πατέρας τρελαίνεται. Θα τελειώσει τη ζωή του, το 1938, στο Δαφνί. Στο ίδιο ίδρυμα θα οδηγηθεί το 1936 η αδελφή του ποιητή Λούλα, ο πιστός σύντροφος των παιδικών του χρόνων.

Μαζί με τη Λούλα ο ποιητής περνά τα γυμνασιακά του χρόνια στο Γύθειο. Το 1925 φτάνουν στην Αθήνα για σπουδές. Γρήγορα όμως ο Ρίτσος θα προσβληθεί κι αυτός από φυματίωση. Ως το 1940 περίπου, η ζωή του θα περνά ανάμεσα σε σανατόρια - Σωτηρία, Kαψαλώνα, Άγιος Iωάννης (Xανιά), Πάρνηθα - και, στα διαλείμματα, στην Αθήνα, όπου είναι υποχρεωμένος να εργάζεται σκληρά και κάποτε με εξευτελιστικούς όρους για να επιζήσει.

Στο πείσμα αυτής της κακιάς μοίρας και του ίδιου του θανάτου που τον απειλεί συνεχώς, ο Ρίτσος, που από τα παιδικά του χρόνια αισθάνεται ποιητής, γράφει ασταμάτητα. Στην ποίηση βρήκε το μοναδικό καταφύγιο. Στην ποίηση και, από το 1929, στο σοσιαλιστικό ιδανικό το οποίο ενστερνίστηκε στο σανατόριο της Σωτηρίας - εκεί νοσηλεύονταν πολλοί αγωνιστές. Η πίστη σ' αυτό το μελλοντικό όραμα θα εμπνέει και την ποίησή του.

Από το 1930 ως το 1934 γράφει τις συλλογές Τρακτέρ (έκδ. 1934) και Πυραμίδες (έκδ. 1935). Το 1936, με αφορμή την αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, γράφει τον Επιτάφιο. Η δικτατορία του Μεταξά συμπεριλαμβάνει τον Επιτάφιο στα ανατρεπτικά βιβλία που κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Στο διάστημα αυτό, έως τον πόλεμο, ο Ρίτσος εργάζεται ως ηθοποιός και χορευτής σε διάφορα θέατρα, και αργότερα στο Εθνικό και στη Λυρική. Στην Κατοχή εντάσσεται στον λογοτεχνικό τομέα του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Νέα υποτροπή της φυματίωσης τον καθηλώνει στο κρεβάτι, όπου γράφει ασταμάτητα. (Τα περισσότερα έργα αυτής της περιόδου καταστράφηκαν αμέσως μετά τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη 1944). Τον Δεκέμβριο του 1944 ακολουθεί τις αριστερές δυνάμεις που εγκαταλείπουν την Αθήνα. Φθάνει στην Κοζάνη όπου γράφει το θεατρικό Η Αθήνα στ' άρματα, που παίζεται αμέσως.

Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εργάζεται ως διορθωτής και επιμελητής κειμένων στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη και συνεργάζεται με το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα.

Το 1948 εκτοπίζεται στο Κοντοπούλι της Λήμνου, αργότερα στη Μακρόνησο και στο τέλος στον Αϊ-Στράτη. Απελευθερώνεται τον Αύγουστο του 1952. Την περίοδο αυτή το έργο του είναι απαγορευμένο, ο ίδιος όμως συνεχίζει τη δημιουργική του δραστηριότητα.

Το 1954 παντρεύεται τη γιατρό Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου και το 1955 γεννιέται η κόρη του, Έρη. Το 1956 του απονέμεται το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη Σονάτα του σεληνόφωτος.

Αυτά τα χρόνια κι ως την καινούργια δικτατορία είναι τα μόνα ήρεμα. Ο ποιητής αφιερώνεται αποκλειστικά στο έργο του και σε ποιητικές μεταφράσεις χωρίς άλλους επαγγελματικούς περισπασμούς. Ωστόσο σ' όλη τη ζωή του δε σταμάτησε ούτε μέρα να γράφει και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.

Με την επιβολή της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Ιππόδρομο. Στη συνέχεια εξορίζεται στη Γυάρο, ύστερα στο Παρθένι της Λέρου. Από τον Οκτώβριο του 1968 ως το τέλος του 1970 βρίσκεται σε «κατ' οίκον περιορισμό» στο Καρλόβασι Σάμου. Το έργο του είναι πάλι υπό απαγόρευση.

Το 1971 επιστρέφει ελεύθερος στην Αθήνα. Έχει έρθει η ώρα της αναγνώρισης στην Ελλάδα και διεθνώς. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1975). Το 1978 γίνεται επίσης διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ στην Αγγλία, το 1984 του Πανεπιστημίου Καρλ Μαρξ της Λειψίας και το 1987 του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1977 τιμάται με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.

Ο Γιάννης Ρίτσος μας έχει δώσει ένα ογκωδέστατο έργο. Μετά τον Επιτάφιο (1936), ακολουθούν λυρικές συνθέσεις σε ελεύθερο στίχο όπως Το τραγούδι της αδελφής μου (1937), Εαρινή συμφωνία (1938), Το εμβατήριο του ωκεανού (1940). Μέσα στη Κατοχή γράφει τη Δοκιμασία, ενώ η εποποιία της Αντίστασης θα του εμπνεύσει τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών (1945-1947). Παράλληλα, η τραγωδία της Κατοχής και του Εμφύλιου καταγράφεται στη συλλογή Αγρύπνια (1944-1953) και στις Γειτονιές του κόσμου (1949-1951).

Στον τόμο Τέταρτη διάσταση (1956-1975) έχουν συγκεντρωθεί ποιητικοί μονόλογοι, όπως H Σονάτα του σεληνόφωτος, ο Ορέστης, ο Φιλοκτήτης, η Χρυσόθεμις, η Ελένη. Μέσα από το μύθο και την ιστορία όσο και από τις σύγχρονες κοινωνικές συγκρούσεις, ο ποιητής αναπτύσσει έναν ποιητικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη μοίρα. Η Τέταρτη διάσταση μαζί με τις πολυάριθμες συλλογές μικρών ποιημάτων που γράφονται παράλληλα (Μαρτυρίες, Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, Χειρονομίες, και άλλα) είναι το απόσταγμα της ανθρώπινης και ποιητικής εμπειρίας του. Με τις οραματικές, δοξαστικές συνθέσεις που συγκεντρώνονται στους τόμους Γίγνεσθαι και Επινίκια, ο Ρίτσος ολοκληρώνει την ποιητική του κατάθεση.

Ως τώρα έχουν κυκλοφορήσει 100 ποιητικά βιβλία, 4 θεατρικά καθώς και 9 πεζά με το γενικό τίτλο Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων. Έχουν εκδοθεί επίσης 12 βιβλία με μεταφράσεις του και ένα βιβλίο με δοκίμια. Οι ξένες εκδόσεις του έργου του, που έχουν μεταφραστεί σε σαράντα διαφορετικές γλώσσες ανέρχονται σε 320.

Πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990.

Αξιώτη Μέλπω

Η Μέλπω Αξιώτη (1903-1973) καταγόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Μυκόνου. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Πατέρας της ήταν ο μουσικοσυνθέτης Γεώργιος Αξιώτης, με τον οποίο έζησε όταν χώρισαν οι γονείς της. Και οι δύο γονείς της ξαναπαντρεύτηκαν και είχε τρία ετεροθαλή αδέλφια. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή των Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη, από τον οποίο χώρισε τέσσερα χρόνια αργότερα.

Μετά από μια σύντομη σχετικά παραμονή στη Μύκονο, επέστρεψε στην Αθήνα και γνωρίστηκε με τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Νίκο Αλεξίου. Το 1933 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα, με το διήγημα Απ' τα χτες ως τα σήμερα, στην εφημερίδα Μυκονιάτικα Χρονικά, όπου τον επόμενο χρόνο θα δημοσιεύσει άλλο ένα διήγημα. Πέρασαν και τα δύο απαρατήρητα.Το 1934 άνοιξε μαζί με τη Βέτα Τσιτιμάτη έναν βραχύβιο οίκο ραπτικής και παράλληλα άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε. και παρέμεινε πιστή στην Αριστερά ως το θάνατό της. Το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, Δύσκολες Νύχτες, με το οποίο ασχολήθηκε σύσσωμη η κριτική. Της απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών και η ψυχή του συλλόγου, Πηνελόπη Δέλτα, η οποία διαφωνούσε με τη βράβευσή της, κατάργησε το βραβείο.

Στην Κατοχή, εντάχθηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τη Διδώ Σωτηρίου, την Έλλη Αλεξίου, την Έλλη Παππά κ.ά. Μετά την απελευθέρωση, διώχθηκε λόγω της πολιτικής της δράσης και κατέφυγε στη Γαλλία, το 1947, όπου η αριστερή διανόηση, Λουί Αραγκόν, Έλσα Τριολέ, Πωλ Ελυάρ, Πάμπλο Νερούντα, κ.ά της επεφύλαξε θερμή υποδοχή.Το μυθιστόρημά της Εικοστός αιώνας μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και της χάρισε πανευρωπαϊκή καταξίωση. Το 1950 απελαύνεται από τη Γαλλία, κατόπιν διαβήματος της ελληνικής κυβέρνησης, και καταφεύγει αρχικά στην Ανατολική Γερμανία, στη συνέχεια στη Βαρσοβία, όπου θα εργαστεί στην ελληνική εκπομπή του πολωνικού ραδιοφώνου, και πάλι πίσω, το 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Εργάζεται επί έξι χρόνια στο πανεπιστήμιο Humboldt, διδάσκοντας νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, και συνεργάζεται με τον επίσης εξόριστο Δημήτρη Χατζή.Έχει μονίμως προβλήματα υγείας, γι' αυτό και καταφεύγει πολύ συχνά στην Αλμπίζολα της Ιταλίας. Με απόφαση του Ηλία Τσιριμώκου, επαναπατρίζεται το 1965. Συνεχίζει τα ταξίδια της. Κατά τη δικτατορία, αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και της συμπαραστέκονται η αδελφή της Χαρούλα, οι φίλοι της, η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς. Ο Γιάννης Ρίτσος θα τη βοηθήσει αποφασιστικά να ολοκληρώσει και να εκδώσει το κύκνειο άσμα της, την Κάδμω.

Το 1971 η υγεία της επιδεινώνεται ραγδαία, πάσχει από προϊούσα αμνησία και σωματική εξασθένηση, και το 1973 πεθαίνει.Επηρεασμένη τόσο από τον μοντερνισμό, και την πρόσληψή του από τη γενιά του τριάντα, όσο και από το σουρεαλισμό, χρησιμοποιεί ευρέως το συνειρμό και τον εσωτερικό μονόλογο και ανάγει το απολύτως προσωπικό σε οικουμενικό. Εστιάζοντας στο όνειρο, στην παιδική ηλικία, στο γενέθλιο νησί της, με γλώσσα χειμαρρώδη, λαϊκή, και περίτεχνη, μακροπερίοδη σύνταξη, με λέξη απόλυτα ακριβή και πολυστρωματική αφήγηση, η Αξιώτη άφησε πίσω της ένα πολυσύνθετο, που κατέχει σημαντική θέση μεταξύ των αριστουργημάτων της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.Τα έργα της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος.